προσορέγω

προσορέγω
Α [ὀρέγω, -ομαι]
1. εκτείνω, απλώνω το χέρι μου για να προσφέρω σε κάποιον κάτι
2. μέσ. προσορέγομαι
ζητώ να πάρω κάτι με παρακλήσεις, παρακαλώ επιμόνως για κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”